ηλεκτρονιόφιλος

ηλεκτρονιόφιλος
και ηλεκτρόφιλος, -η, -ο χημ.
όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα χημικά είδη, τών οποίων η ηλεκτρονική δομή επιτρέπει να δεχθούν ένα ζεύγος ηλεκτρονίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. electrophile < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + -phile (πρβλ. φίλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”